- πέρατι
- πέραςendneut dat sgπέρᾱτι , περάω 1drive right throughpres ind act 3rd sg (attic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… … Dictionary of Greek
παραδίδω — ΝΜΑ, και παραδίνω Ν, παραδίδωμι και ποιητ. τ. παρδίδωμι Α 1. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω 2. δίνω κάτι στον δικαιούχο ή σε κάποιον άλλο (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», Ξεν.) 3. παρέχω,… … Dictionary of Greek
πόσθη — Το δέρμα που περιβάλλει το πέος. Πρόκειται για δέρμα λεπτό, λείο, ελαστικό και άτριχο, που αποτελείται από τον δαρτό και τον υποδόριο συνδετικό ιστό. Το τμήμα της π. που καλύπτει τη βάλανο λέγεται ακροποσθία ή ακροβυστία. Η π. αποτελεί συνέχεια… … Dictionary of Greek
πέραθ' — πέρατα , πέρας end neut nom/voc/acc pl πέρατι , πέρας end neut dat sg πέρατε , πέρας end neut nom/voc/acc dual πέρατα , πέρατος neut nom/voc/acc pl πέρατε , πέρατος masc voc sg πέραται , πέρατος fem nom/voc pl πέραται , περάτη farthest quarter… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρατ' — πέρατα , πέρας end neut nom/voc/acc pl πέρατι , πέρας end neut dat sg πέρατε , πέρας end neut nom/voc/acc dual πέρατα , πέρατος neut nom/voc/acc pl πέρατε , πέρατος masc voc sg πέραται , πέρατος fem nom/voc pl πέραται , περάτη farthest quarter… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)